Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Η θλιμμένη Τζάσμιν




Η θλιμμένη Τζάσμιν
Στέφανος Κασιμάτης


Είναι ο τρόπος με τον οποίο έχει αποδοθεί στη γλώσσα μας ο τίτλος της τελευταίας ταινίας του Γούντι Αλεν, «Blue Jasmin», η οποία παίζεται ακόμη στους κινηματογράφους. Κατά τη γνώμη μου -την ταπεινή, που όμως δεν αντέχω να μην την ξεφουρνίσω-, πρόκειται για την πιο έξυπνη, την πιο προκλητική και, επίσης, την πιο δυσάρεστη πολιτική ταινία που θυμάμαι να έχω δει τον τελευταίο καιρό. Και αν υπάρχει ένας λόγος, για τον οποίο σας απασχολώ κυριακάτικα με τη συγκεκριμένη ταινία, είναι επειδή βρίσκω ότι μας αφορά πολύ περισσότερο από όσο μπορούμε να φανταζόμαστε.
Να σας πω, κατ’ αρχάς, ότι δεν πρέπει να περιμένετε μία ανάλαφρη κωμωδία. Είναι μια πολύ στενόχωρη ταινία, η οποία μάλιστα κάποιες στιγμές γίνεται σχεδόν αφόρητη, κυρίως χάρη στη συγκλονιστική ερμηνεία της Κέιτ Μπλάνσετ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η Τζάσμιν, τέως Τζάνετ, είναι μια κοινή, συνηθισμένη γυναίκα, στην προσωπικότητα της οποίας καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας δεν βλέπουμε τίποτε το ιδιαίτερο. Αυτό που τη διαφοροποιεί από τις αναρίθμητες όμοιές της είναι η ομορφιά, την οποία οφείλει στα γονίδιά της (το θέμα των γονιδίων συνεχώς επανέρχεται στους διαλόγους με την αδελφή της), καθώς επίσης η τύχη. Η εύνοια της τύχης είναι που ανύψωσε την Τζάσμιν στα ουράνια· η δυσμένειά της είναι που την έχει καταβυθίσει στα Τάρταρα.
Εκεί ακριβώς, στα Τάρταρα δηλαδή, γνωρίζουμε εμείς οι θεατές την Τζάσμιν· και τα συνεχή flash-back στο παρελθόν της μας εξηγούν σιγά σιγά την ιστορία της. Υιοθετημένο παιδί η Τζάνετ, όπως είναι το πραγματικό όνομά της, το αλλάζει σε Τζάσμιν, όταν στο τελευταίο έτος του πανεπιστημίου γνωρίζει τον «τέλειο άνδρα» (στον ρόλο ο Αλεκ Μπόλντουιν) και, για χάρη του, παρατάει τα πάντα και τον ακολουθεί. Αυτός, όμορφος, γοητευτικός και πλούσιος, παρασύρει την Τζάσμιν στον σχεδόν εξωπραγματικό κόσμο των πλουσίων του Upper East Side της Νέας Υόρκης και εκείνη αφήνεται ευχαρίστως να παρασυρθεί. Ωσπου, κάποια στιγμή, το FBI μπαγλαρώνει τον γοητευτικό για τις επιχειρηματικές απάτες του, τον στέλνει στη φυλακή όπου αυτός αυτοκτονεί και η Τζάσμιν βρίσκεται κυριολεκτικά στον δρόμο: με ένα κοστούμι Σανέλ και δύο βαλίτσες Λουί Βιτόν. Ο,τι είχε και δεν είχε έχει κατασχεθεί και η μόνη διέξοδός της πλέον είναι να ξαναγίνει Τζάνετ: να καταφύγει, δηλαδή, στην επίσης υιοθετημένη αδελφή της, η οποία εκτός από κακάσχημη είναι ο τυπικός looser της ζωής. (Μόνο τα τερατόμορφα, βλαμμένα και χοντρά παιδάκια της να δείτε, φθάνει για να τη λυπηθείτε...).
Ομως, η γοητεία της ταινίας έγκειται στο ότι η διαρκής αντίστιξη του παρόντος της Τζάνετ και του παρελθόντος της Τζάσμιν θέτει σιγά σιγά, μέσα από την εξέλιξη της πλοκής, το κατεξοχήν πολιτικό ερώτημα: είναι θύμα της ζωής η Τζάνετ/Τζάσμιν ή ευθύνεται και η ίδια και σε ποιον βαθμό; Με άλλα λόγια, είναι οι συνθήκες της «κακούργας κοινωνίας» που μας φέρνουν στην κατάσταση που είμαστε ή ευθυνόμαστε εμείς οι ίδιοι για τις επιλογές μας και τις πράξεις μας;
Η ομορφιά της ταινίας, ως έργου τέχνης, είναι ότι αποφεύγει να δώσει μια ευθεία απάντηση - απάντηση, η οποία, εδώ που τα λέμε, δεν μπορεί να υπάρχει. Αυτό που κάνει όμως είναι, μέσω της ανάπτυξης της ιστορίας της Τζάσμιν και της σταδιακής αποκάλυψης του χαρακτήρα της, να χτίζει συνεχώς το ερώτημα: εμείς ή ο κόσμος; Λυπόμαστε την κακομοίρα Τζάσμιν/Τζάνετ, που προσπαθεί έπειτα από χρόνια να τελειώσει τις σπουδές που κάποτε παράτησε για τη γλυκιά ζωή. Τη λυπόμαστε για την προσπάθεια να αποκτήσει ξανά πραγματικές σχέσεις με πραγματικούς ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με το lifestyle της Park Avenue. Κάθε στιγμή όμως που η συμπόνια μας για την Τζάνετ πάει να επικρατήσει, έρχεται η Τζάσμιν από το παρελθόν για να μας τραβήξει πίσω.
Η ανάπτυξη της πλοκής υπηρετεί την απόδειξη του βάθους της ρηχότητας. Σε πηγαίνει, δηλαδή, στο βάθος, μόνο και μόνο για να δεις ότι δεν υπάρχει τίποτε παραπάνω από αυτό που είδες αρχικά κοιτώντας την επιφάνεια. Ωσπου, στο τέλος, αφού έχει χτισθεί το «κατηγορητήριο» εις βάρος της Τζάσμιν, αφού με τα πολλά έχουμε πεισθεί ότι ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για την κατάστασή της (διότι, π.χ., αφήνεται ενσυνειδήτως στην ηδονή της ευζωίας και επιτρέπει στον «γοητευτικό» να φτιάχνει εταιρείες στο όνομά της και άλλα τέτοια), έρχεται η ανατροπή που δεν περιμένουμε. Μας αποκαλύπτεται στο τελευταίο flash-back (συγγνώμη αν σας χαλάω την ταινία, αλλά εγώ θέλω να γράψω το κομμάτι μου...) ότι η Τζάσμιν ειδοποιεί το FBI να συλλάβει τον «γοητευτικό», επειδή την τυφλώνει η ζήλια για το γεγονός ότι αυτός έχει ερωτευθεί μια πιτσιρίκα και σκοπεύει να την παρατήσει. Για τον λόγο αυτό τον καταδίδει, χωρίς να το σκεφθεί δεύτερη φορά.
Καημένη Τζάσμιν! Ασφαλώς, φταίει για ό,τι της έχει συμβεί. Είναι απολύτως υπεύθυνη για την αποτυχία της και τον εκπεσμό της: για την κατάντια της, στο τέλος της ταινίας, όταν τη βλέπουμε να μονολογεί σε ένα παγκάκι στο πάρκο και η διπλανή της να φεύγει διακριτικά φοβούμενη την «τρελή». Ωστόσο, την ίδια στιγμή που της καταλογίζουμε τις ευθύνες για την κατάστασή της, ταυτόχρονα τη λυπόμαστε. Αυτό μπορούσε η κακομοίρα Τζάνετ/Τζάσμιν. Ανόητη και αυτοκαταστροφική, δεν ήταν ικανή για κάτι περισσότερο. Και νομίζω, ξέρετε, ότι αυτή η προσπάθεια εξισορρόπησης λογικής και συναισθήματος, με την οποία μας αφήνει η ταινία, είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να κρίνουμε τα πράγματα. Εν πάση περιπτώσει, είναι ο ασφαλέστερος που γνωρίζω εγώ.

Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή», 22 Σεπτεμβρίου 2013
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_22/09/2013_534364