Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Για τον κ. Μιχάλη Λιάπη…





Για τον κ. Μιχάλη Λιάπη…
Κωνσταντίνος Φ. Σισκάκης


Δεν συνηθίζω να γράφω για την φαιδρότητα του πολιτικού συστήματος. Πολύ περισσότερο, με απασχολεί το υπόβαθρο μέσα στο οποίο κινείται αυτό. Δηλαδή, σε απλά ελληνικά, όλοι εμείς, ο ελληνικός Λαός. Το Πολιτικό Σύστημα αυτής της χώρας δεν έχει έρθει από άλλον πλανήτη. Δεν είναι καν κάτι αφηρημένο, όπως –πολύ βολεύει– να πιστεύουμε οι περισσότεροι από μας. Αποτελείται από ανθρώπους που, με βάση δημοκρατικές διαδικασίες (κυριολεκτικά), αναλαμβάνουν να φέρουν σε πέρας αυτό που τους αναθέτω Εγώ. Κι Εσείς, όλοι.
 
Η περίπτωση του κ. Μιχάλη Λιάπη έχει δύο διαστάσεις. Η μία, είναι η ανθρωποφαγική πλευρά των ΜΜΕ. Έχοντας τη δυνατότητα να ανασύρουν από το αρχείο τους ολόκληρη τη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, προσφέρουν τελικά στους τηλεθεατές αυτό που προσέφεραν και τα ρωμαϊκά Κολοσσαία! Κυριολεκτικά. Αίμα, προσβολή, διαπόμπευση, και εντέλει την πιο λαϊκιστική πλευρά τους. Χωρίς κανένα τεκμήριο αθωότητας. Έστω, θεωρητικά. Δεν είναι απίστευτο, και δείγμα των νέων ηθών που πρέπει να περιμένουμε, να παρουσιάζονται στα δελτία της Δημόσιας Τηλεόρασης τα tweets του κάθε πικραμένου για τον συγκεκριμένο πολιτικό; Από την Δημόσια Τηλέοραση; Tweets πια και στα δελτία ειδήσεων;
 
Αλλά αυτό είναι το λιγότερο…
 
Το πιο σημαντικό, είναι πως στο πρόσωπο του κ. Μιχάλη Λιάπη, πολύ φοβούμαι, πως ο κάθε 'Ελληνας δεν βλέπει κανέναν άλλον από τον ίδιο τον Εαυτό του. Ο κ. Λιάπης, απλώς, συμπυκνώνει αυτό που είναι για τον καθένα μας το εθνικό σπορ. Η οθωμανική μας αντίληψη σχετικά με το πώς θα ξεφύγουμε και θα ξεγελάσουμε το Κράτος «απατεώνα», «κλέφτη» κλπ. (για το αντίθετο, μια άλλη φορά…). Και ξέρετε, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ηδονή, από το να κατηγορείς το δημόσιο πρόσωπο, που φυσικά φταίει για όλα τα κακά του τόπου, για κάτι που είναι «και δικό σου». Ή για την ακρίβεια, είναι μόνο δικό σου!
 
Κάπως ονομάζεται αυτό στην Ψυχιατρική επιστήμη.

Οικογενειακή Υπόθεση



Εξώστης Θήτα
Γιάννης Γκροσδάνης
Οικογενειακή Υπόθεση (Pozitia copilului / Child’s Pose)


Κοινωνικό δράμα, Ρουμανία, 2013, 112 λεπτά
Σκηνοθεσία: Κάλιν Πέτερ Νέτζερ
Πρωταγωνιστούν: Λουμινίτα Γκεοργκίου, Μπόγκνταν Ντουμιτράς, Νατάσα Ράμπ

Η 60χρονη Κορνήλια παρακολουθεί το γιο της, Μπάρμπου, να προσπαθεί με όλο του το είναι να απογαλακτιστεί. Έχει μετακομίσει, απέκτησε το δικό του αυτοκίνητο, έχει μια κοπέλα που δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της, και το πιο ανησυχητικό απ’ όλα, αποφεύγει τη μητέρα του. Όταν ο Μπάρμπου θα εμπλακεί σε ένα τραγικό δυστύχημα, η μητέρα του ενστικτωδώς θα χρησιμοποιήσει όλες τις τις ικανότητες, τις γνωριμίες και τα χρήματα της για να τον σώσει από την καταδίκη του. Περιμένει να γίνει ξανά το εξαρτημένο παιδί που ήταν. Δεδομένης της κατάστασης του, δεν είναι δύσκολο να γίνει, αλλά υπάρχει μια πολύ λεπτή γραμμή που χωρίζει τη μητρική αγάπη από την ιδιοτελή χειραγώγηση. Θα μπορέσει να τον αφήσει να ξεδιπλωθεί από την εμβρυική του στάση;
Πιστός στο ύφος και στον ρυθμό του νέου ρουμάνικου κινηματογράφου ο Κάλιν Πέτερ Νέτζερ (βραβευμένος το 2009 στη Θεσσαλονίκη για το υπέροχο Medal of Honor) δημιουργεί με όρους απλότητας και ακρίβειας μια δραματική ιστορία με ένταση αλλά χωρίς ξεσπάσματα ή σκηνές εύκολου εντυπωσιασμού. Η κάμερα εστιάζει σταθερά στα πρόσωπα, στα χέρια, στα πόδια των ηρώων για να αποτυπώσει τα βλέματα και τις κινήσεις τους, μικρές λεπτομέρειες που συνηγορούν στην εσωτερική δραματική ένταση της ταινίας. Η οικογένεια της ιστορίας του δεν είναι απλά δυσλειτουργική, έχει πάτερ φαμίλια κι αυτός είναι γένους θηλυκού. Κατά συνέπεια τα αρσενικά της οικογένειας οφείλουν να δείξουν την αφοσίωση τους, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για τον γιο της οικογένειας που προσπαθεί μια (ακόμη;) άτολμη και άδοξη προσωπική επανάσταση. Οι εσωτερικές συγκρούσεις, τα χαρακτηριστικά και οι θέσεις των ηρώων της Οικογενειακής Υπόθεσης κρύβουν φυσικά μέσα τους συμβολισμούς και σχολιάζουν με τις ιδιαιτερότητες του μικρόκοσμου τους στοιχεία, προεκτάσεις και ιδιαιτερότητες της ρουμάνικης κοινωνίας.
Η σεναριακή κλιμάκωση θέλει την ταινία να εξελίσσεται απο ένα ταξικό σε ένα οικογενειακό δράμα στην μετά Τσαουσκέσκου ρουμάνικη κοινωνία, στο οποίο ο πλούσιος γιος της νεόπλουτης και αστής μαμάς έχει τον τρόπο για να ξεφυγει χωρίς να πληρώσει για το τροχαίο δυστύχημα που προκάλεσε αλλά αδυνατεί να ξεφύγει απο τον ασφυκτικό έλεγχο της μητέρας του. Η διαφθορά και η κοινωνική ανισότητα αυτού του είδους δεν μας είναι άγνωστη κι ας έχουμε ελάχιστη σχέση ιστορικά με τη μεταπολεμική Ρουμανία, όπως και η εμμονή της μάνας με το γιό της. Η μετάβαση πάντως απο το ταξικό σε ένα οικογενειακό, εξουσιαστικό – σχεδόν δυναστικό - κοινωνικό status οδηγεί αναπόφευκτα και αυτονόητα σε ηθικοδιδακτισμούς με συμπεράσματα ενδιαφέροντα αλλά εν τέλει περιορισμένου βεληνεκούς. Κι αυτός ο περιορισμός είναι που αδυνατίζει την ιστορία στο σύνολο και πιο πολύ τις λεπτομέρειες και τις ιδιαιτερότητες των χαρακτήρων, πόσο μάλλον όταν οφείλουμε να προσέξουμε την κυνική μάνα του σεναρίου ή αν προτιμάτε την χαρισματική πρωταγωνίστρια Λουμινίτα Γκιόργκιου.

Πηγή περιοδικό/μπλογκ: Εξώστης, 12 Δεκεμβρίου 2013
http://www.exostispress.gr/Article/exostis-thita-oikogeneiaki-ipothesi-Pozitia-copilului--Childs-Pose-480#ixzz2o8N5VF6q

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Η θλιμμένη Τζάσμιν




Η θλιμμένη Τζάσμιν
Στέφανος Κασιμάτης


Είναι ο τρόπος με τον οποίο έχει αποδοθεί στη γλώσσα μας ο τίτλος της τελευταίας ταινίας του Γούντι Αλεν, «Blue Jasmin», η οποία παίζεται ακόμη στους κινηματογράφους. Κατά τη γνώμη μου -την ταπεινή, που όμως δεν αντέχω να μην την ξεφουρνίσω-, πρόκειται για την πιο έξυπνη, την πιο προκλητική και, επίσης, την πιο δυσάρεστη πολιτική ταινία που θυμάμαι να έχω δει τον τελευταίο καιρό. Και αν υπάρχει ένας λόγος, για τον οποίο σας απασχολώ κυριακάτικα με τη συγκεκριμένη ταινία, είναι επειδή βρίσκω ότι μας αφορά πολύ περισσότερο από όσο μπορούμε να φανταζόμαστε.
Να σας πω, κατ’ αρχάς, ότι δεν πρέπει να περιμένετε μία ανάλαφρη κωμωδία. Είναι μια πολύ στενόχωρη ταινία, η οποία μάλιστα κάποιες στιγμές γίνεται σχεδόν αφόρητη, κυρίως χάρη στη συγκλονιστική ερμηνεία της Κέιτ Μπλάνσετ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η Τζάσμιν, τέως Τζάνετ, είναι μια κοινή, συνηθισμένη γυναίκα, στην προσωπικότητα της οποίας καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας δεν βλέπουμε τίποτε το ιδιαίτερο. Αυτό που τη διαφοροποιεί από τις αναρίθμητες όμοιές της είναι η ομορφιά, την οποία οφείλει στα γονίδιά της (το θέμα των γονιδίων συνεχώς επανέρχεται στους διαλόγους με την αδελφή της), καθώς επίσης η τύχη. Η εύνοια της τύχης είναι που ανύψωσε την Τζάσμιν στα ουράνια· η δυσμένειά της είναι που την έχει καταβυθίσει στα Τάρταρα.
Εκεί ακριβώς, στα Τάρταρα δηλαδή, γνωρίζουμε εμείς οι θεατές την Τζάσμιν· και τα συνεχή flash-back στο παρελθόν της μας εξηγούν σιγά σιγά την ιστορία της. Υιοθετημένο παιδί η Τζάνετ, όπως είναι το πραγματικό όνομά της, το αλλάζει σε Τζάσμιν, όταν στο τελευταίο έτος του πανεπιστημίου γνωρίζει τον «τέλειο άνδρα» (στον ρόλο ο Αλεκ Μπόλντουιν) και, για χάρη του, παρατάει τα πάντα και τον ακολουθεί. Αυτός, όμορφος, γοητευτικός και πλούσιος, παρασύρει την Τζάσμιν στον σχεδόν εξωπραγματικό κόσμο των πλουσίων του Upper East Side της Νέας Υόρκης και εκείνη αφήνεται ευχαρίστως να παρασυρθεί. Ωσπου, κάποια στιγμή, το FBI μπαγλαρώνει τον γοητευτικό για τις επιχειρηματικές απάτες του, τον στέλνει στη φυλακή όπου αυτός αυτοκτονεί και η Τζάσμιν βρίσκεται κυριολεκτικά στον δρόμο: με ένα κοστούμι Σανέλ και δύο βαλίτσες Λουί Βιτόν. Ο,τι είχε και δεν είχε έχει κατασχεθεί και η μόνη διέξοδός της πλέον είναι να ξαναγίνει Τζάνετ: να καταφύγει, δηλαδή, στην επίσης υιοθετημένη αδελφή της, η οποία εκτός από κακάσχημη είναι ο τυπικός looser της ζωής. (Μόνο τα τερατόμορφα, βλαμμένα και χοντρά παιδάκια της να δείτε, φθάνει για να τη λυπηθείτε...).
Ομως, η γοητεία της ταινίας έγκειται στο ότι η διαρκής αντίστιξη του παρόντος της Τζάνετ και του παρελθόντος της Τζάσμιν θέτει σιγά σιγά, μέσα από την εξέλιξη της πλοκής, το κατεξοχήν πολιτικό ερώτημα: είναι θύμα της ζωής η Τζάνετ/Τζάσμιν ή ευθύνεται και η ίδια και σε ποιον βαθμό; Με άλλα λόγια, είναι οι συνθήκες της «κακούργας κοινωνίας» που μας φέρνουν στην κατάσταση που είμαστε ή ευθυνόμαστε εμείς οι ίδιοι για τις επιλογές μας και τις πράξεις μας;
Η ομορφιά της ταινίας, ως έργου τέχνης, είναι ότι αποφεύγει να δώσει μια ευθεία απάντηση - απάντηση, η οποία, εδώ που τα λέμε, δεν μπορεί να υπάρχει. Αυτό που κάνει όμως είναι, μέσω της ανάπτυξης της ιστορίας της Τζάσμιν και της σταδιακής αποκάλυψης του χαρακτήρα της, να χτίζει συνεχώς το ερώτημα: εμείς ή ο κόσμος; Λυπόμαστε την κακομοίρα Τζάσμιν/Τζάνετ, που προσπαθεί έπειτα από χρόνια να τελειώσει τις σπουδές που κάποτε παράτησε για τη γλυκιά ζωή. Τη λυπόμαστε για την προσπάθεια να αποκτήσει ξανά πραγματικές σχέσεις με πραγματικούς ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με το lifestyle της Park Avenue. Κάθε στιγμή όμως που η συμπόνια μας για την Τζάνετ πάει να επικρατήσει, έρχεται η Τζάσμιν από το παρελθόν για να μας τραβήξει πίσω.
Η ανάπτυξη της πλοκής υπηρετεί την απόδειξη του βάθους της ρηχότητας. Σε πηγαίνει, δηλαδή, στο βάθος, μόνο και μόνο για να δεις ότι δεν υπάρχει τίποτε παραπάνω από αυτό που είδες αρχικά κοιτώντας την επιφάνεια. Ωσπου, στο τέλος, αφού έχει χτισθεί το «κατηγορητήριο» εις βάρος της Τζάσμιν, αφού με τα πολλά έχουμε πεισθεί ότι ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για την κατάστασή της (διότι, π.χ., αφήνεται ενσυνειδήτως στην ηδονή της ευζωίας και επιτρέπει στον «γοητευτικό» να φτιάχνει εταιρείες στο όνομά της και άλλα τέτοια), έρχεται η ανατροπή που δεν περιμένουμε. Μας αποκαλύπτεται στο τελευταίο flash-back (συγγνώμη αν σας χαλάω την ταινία, αλλά εγώ θέλω να γράψω το κομμάτι μου...) ότι η Τζάσμιν ειδοποιεί το FBI να συλλάβει τον «γοητευτικό», επειδή την τυφλώνει η ζήλια για το γεγονός ότι αυτός έχει ερωτευθεί μια πιτσιρίκα και σκοπεύει να την παρατήσει. Για τον λόγο αυτό τον καταδίδει, χωρίς να το σκεφθεί δεύτερη φορά.
Καημένη Τζάσμιν! Ασφαλώς, φταίει για ό,τι της έχει συμβεί. Είναι απολύτως υπεύθυνη για την αποτυχία της και τον εκπεσμό της: για την κατάντια της, στο τέλος της ταινίας, όταν τη βλέπουμε να μονολογεί σε ένα παγκάκι στο πάρκο και η διπλανή της να φεύγει διακριτικά φοβούμενη την «τρελή». Ωστόσο, την ίδια στιγμή που της καταλογίζουμε τις ευθύνες για την κατάστασή της, ταυτόχρονα τη λυπόμαστε. Αυτό μπορούσε η κακομοίρα Τζάνετ/Τζάσμιν. Ανόητη και αυτοκαταστροφική, δεν ήταν ικανή για κάτι περισσότερο. Και νομίζω, ξέρετε, ότι αυτή η προσπάθεια εξισορρόπησης λογικής και συναισθήματος, με την οποία μας αφήνει η ταινία, είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να κρίνουμε τα πράγματα. Εν πάση περιπτώσει, είναι ο ασφαλέστερος που γνωρίζω εγώ.

Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή», 22 Σεπτεμβρίου 2013
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_22/09/2013_534364

Τρίτη 7 Μαΐου 2013

Post Mortem



Post Mortem
Σκηνοθεσία: Pablo Larraín
Παίζουν: Alfredo Castro, Antonia Zegers, Jaime Vadell, Amparo Noguera
Χιλή, 2010. Διάρκεια: 98΄



Στο χαρακτηριστικά τιτλοφορημένο “Post Mortem,” ο ήρωας, ονόματι Μάριο, ένας εσωστρεφής και εκφραστικά λιτός εργένης πενηντάρης υπάλληλος νεκροτομείου, ερωτοτροπεί με τη Νάνσι, μια ανορεξική και εγωκεντρική γειτόνισσά του, χορεύτρια που μόλις απολύθηκε από ένα καμπαρέ λόγω υπερβολικά λιπόσαρκης εμφάνισης. Αυτό το αλλόκοτο ζευγάρι κινείται σε ένα φτωχικό και σχεδόν έρημο αστικό περιβάλλον, το οποίο, όπως προκύπτει, δεν είναι άλλο από το Σαντιάγο της Χιλής τις ημέρες του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1973. Τόσο ο Μάριο όσο και η Νάνσι εμφανίζονται παντελώς ανεπίδεκτοι πολιτικής επιρροής, κι αυτό παρότι η οικογένεια της Νάνσι έχει πλήρη συμμετοχή στο εργατικό κίνημα. Ο αντίκτυπος των γεγονότων φτάνει σε αυτούς θραυσματικά και δια της τεθλασμένης οδού. Το πραξικόπημα θα βρει τον Μάριο... κοιμώμενο και αργότερα να παίρνει αμέριμνος το μπάνιο του. Όταν θα βγει έξω θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα τοπίο καθημαγμένο και το σπίτι  της Νάνσι λεηλατημένο. Τα πτώματα θα αρχίσουν να συρρέουν με επιταχυνόμενο ρυθμό στο επιταγμένο από το στρατό πλέον νεκροτομείο, ενώ, σε μια κομβική σκηνή, ο Μάριο και η ομάδα του θα κληθούν να εκτελέσουν την νεκροψία σε ένα ιδιαίτερα εξέχον πτώμα, που δεν είναι άλλο απ’ αυτό του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Η μακάβρια οσμή του θανάτου διαχέεται από το νεκροτομείο σε ολόκληρο το φιλμικό σώμα, την θλιβερή μικροαστική ζωή του Μάριο, την νευρασθενική Νάνσι, το μίζερο Σαντιάγο με τα θαμπά, ξεβαμμένα χρώματά του, ακόμα και στους διαδηλωτές στο δρόμο, που μοιάζουν, έτσι ιδωμένοι από την σκοπιά των δυο πρωταγωνιστών, σαν μια συνάθροιση από ζόμπι που μόλις σηκωθήκαν απ’ τους τάφους τους. Καθώς ο ρους της Ιστορίας ξετυλίγεται ασταμάτητος, ο Μάριο βρίσκει την απολιτίκ ουδετερότητά του αρκετά προσήκουσα στις νέες περιστάσεις και επιδεικνύει αξιοπρόσεκτη προσαρμοστικότητα, η σχέση του όμως με τη Νάνσι δε φαίνεται να οδηγεί πουθενά, για να βρει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και αναπάντεχη κατάληξη, που προσδίδει μια σαφέστερη διάσταση στη σχέση μεταξύ προσωπικής και πολιτικής σφαίρας που μοιάζει να βρίσκεται στο θεματικό επίκεντρο της αφαιρετικής και αινιγματικής αυτής ταινίας.

Το “Post Mortem” αποτελεί ουσιαστικά το δεύτερο μέρος της τριλογίας του χιλιανού σκηνοθέτη Πάμπλο Λαραΐν γύρω από την κατάσταση στην πατρίδα του την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας. Το πρώτο ήταν το “Tony Manero”, με τον εξαίσιο πρωταγωνιστή του “Post mortem”  Αλφρέδο Κάστρο να υποδύεται εδώ έναν άνδρα εξίσου αμέτοχο στην πολιτική, ο οποίος είχε εμμονή με τον Τζον Τραβόλτα και το “Saturday Night Fever”. Το τρίτο είναι το “No”, υποψήφιο φέτος για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, με πρωταγωνιστή τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μπερνάλ, στο οποίο το δρόμο για την ανατροπή της χούντας δεν στρώνει η πολιτική δράση, αλλά μια χαζοχαρούμενη διαφημιστική καμπάνια. Είναι σαφές ότι ο Λαραΐν διαγιγνώσκει στην πατρίδα του μια βαθύτερη νοσηρότητα και επιχειρεί να υπερβεί τον καταγγελτικό λόγο συμπατριωτών του σκηνοθετών όπως ο Πατρίσιο Γκουσμάν, ο οποίος βρέθηκε πριν λίγες μέρες στην πόλη μας προσκεκλημένος του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ. Η χούντα στο έργο του Λαραΐν δεν αντιμετωπίζεται απλά σαν ένα εξωτερικά επιβεβλημένο καθεστώς, δεν αποτελεί μόνο μια ξενόφερτη πληγή, παρά συνιστά την πραγμάτωση μιας συναισθηματικής και επικοινωνιακής διάβρωσης που έχει επέλθει εκ των ένδον. Η ακραία λιτότητα, η ζωή χωρίς προοπτικές, ο μικροαστισμός με τα κίβδηλα όνειρά του, η εγγενής βία των ανθρώπινων σχέσεων δημιουργούν το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο οι φυσικοί δρώντες της Ιστορίας, δηλαδή οι λαοί και οι κοινωνικές τάξεις, ναρκώνονται σε βαθμό παράλυσης, οι κοινωνικές σχέσεις σταδιακά και ανεπαίσθητα απορρυθμίζονται, και ο πολιτικός εκφασισμός δεν μπορεί παρά να είναι η φυσική απόληξη. Είναι σαφές ότι η τριλογία του Λαραΐν υπερβαίνει  κατά πολύ την ιστορική αναδίφηση και αξιοποιεί την εμπειρία του παρελθόντος για να μας προσφέρει ένα άκρως επίκαιρο μάθημα. Απαραίτητος όρος για να το εισπράξει ο θεατής είναι να αντιμετωπίσει τις αφηγηματικές ελλείψεις και τους νεκρούς χρόνους της ταινίας σαν ένα παιχνίδι κενών τα οποία καλείται να συμπληρώσει μόνος του. Προαπαιτούμενο δεν είναι κάποια ιδιαίτερη γνώση  της χιλιανής ιστορίας ή της φιλμογραφίας του σκηνοθέτη, αλλά η ανθρώπινη ευαισθησία που πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε αποδέκτη πραγματικής Τέχνης.

****
Κριτική: Άγγελος Γιάννου, 5 Απριλίου 2013
http://videodrome-filmnoir.blogspot.gr/

Θέλω να υπάρχω




ΘΕΛΩ ΝΑ ΥΠΑΡΧΩ
Μισώ το λάκκο μου φθονώ την ακαμψία
την όμορφη νεκρώσιμη
ακολουθία
μισώ την ορατή μυθολογία. τους παπάδες
τη λεχτική τους αθανασία
τους χλοερούς τόπους ψαλτικής αναψύξεως
τρομαχτικά ψέματα
δεν εννοώ να πεθάνω δεν ταιριάζει σε μένα
θα σκίσω τα επιθανάτια σεντόνια
θαν τη δαγκώσω άγρια την άγνωστη νοσοκόμα
τους αμέριμνους γιατρούς
θα ουρλιάξω απόγνωση που δεν ερωτεύτηκε ποτές της
απόκριση
θ’ αναστατώσω το νοσοκομείο
πλην αν πεθάνω ξαφνικά μονάχος μου στο σπίτι
θες η καρδιά θες άχραντο επεισόδιο.
Να μην ξεχάσω όμως κι ας την εύχομαι ο έρμος
την άμυνα της αφασίας
όταν το σώμα μένει μόνο του φευγατίζοντας
την επικατάρατη συνείδηση.
Θρίαμβος ανωριμότητας που με κατατρύχει!

Νίκος Καρούζος

Πηγή: http://poihshkaipoihtes.blogspot.gr/2012/02/blog-post_1317.html

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Δεσμά…



Περιορίζεσαι, μόνο από τα Τείχη που έχτισες Μόνος σου!

Κανείς δεν θα τολμήσει να σου περάσει αλυσίδες…
αν εσύ δεν του δώσεις το δικαίωμα
να σου πάρει τα μέτρα!



You are confined only by the walls you build yourself, Andrew Murphy
https://iheartinspiration.com/quotes/you-are-confined-only-by-the-walls-you-build-yourself

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Θεόδωρος Πάγκαλος και Χαρίδημος Τσούκας «Στα Άκρα»



Θεόδωρος Πάγκαλος και Χαρίδημος Τσούκας «Στα Άκρα»

Ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος φιλοξενήθηκε «Στα Άκρα» από τη Βίκυ Φλέσσα και συζήτησε την Παρασκευή 19 Οκτωβρίου του 2012, στην πρώτη τηλεοπτική του συνέντευξη μετά την κυκλοφορία του ηλεκτρονικού του βιβλίου «Μαζί τα φάγαμε».
Μαζί τους βρέθηκε και ο καθηγητής Στρατηγικής Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και Οργανωσιακών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Warick της Αγγλίας κ. Χαρίδημος Τσούκας.

http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=ZX5nrGIE1Dw#!

Η ευθύνη


Η ευθύνη


Αν δεν είναι ποτέ δικό μας το λάθος,
τότε δεν μπορούμε να αναλάβουμε την ευθύνη γι’ αυτό.
Κι αν δεν μπορούμε να αναλάβουμε την ευθύνη,
τότε θα είμαστε πάντα θύματά του.

Richard Bach

Φωτογραφία: http://www.upi.com/Science_News/2011/10/19/Mystery-of-age-defying-blue-stars-solved/UPI-29271319067577/