Τρίτη 7 Μαΐου 2013

Post Mortem



Post Mortem
Σκηνοθεσία: Pablo Larraín
Παίζουν: Alfredo Castro, Antonia Zegers, Jaime Vadell, Amparo Noguera
Χιλή, 2010. Διάρκεια: 98΄



Στο χαρακτηριστικά τιτλοφορημένο “Post Mortem,” ο ήρωας, ονόματι Μάριο, ένας εσωστρεφής και εκφραστικά λιτός εργένης πενηντάρης υπάλληλος νεκροτομείου, ερωτοτροπεί με τη Νάνσι, μια ανορεξική και εγωκεντρική γειτόνισσά του, χορεύτρια που μόλις απολύθηκε από ένα καμπαρέ λόγω υπερβολικά λιπόσαρκης εμφάνισης. Αυτό το αλλόκοτο ζευγάρι κινείται σε ένα φτωχικό και σχεδόν έρημο αστικό περιβάλλον, το οποίο, όπως προκύπτει, δεν είναι άλλο από το Σαντιάγο της Χιλής τις ημέρες του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1973. Τόσο ο Μάριο όσο και η Νάνσι εμφανίζονται παντελώς ανεπίδεκτοι πολιτικής επιρροής, κι αυτό παρότι η οικογένεια της Νάνσι έχει πλήρη συμμετοχή στο εργατικό κίνημα. Ο αντίκτυπος των γεγονότων φτάνει σε αυτούς θραυσματικά και δια της τεθλασμένης οδού. Το πραξικόπημα θα βρει τον Μάριο... κοιμώμενο και αργότερα να παίρνει αμέριμνος το μπάνιο του. Όταν θα βγει έξω θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα τοπίο καθημαγμένο και το σπίτι  της Νάνσι λεηλατημένο. Τα πτώματα θα αρχίσουν να συρρέουν με επιταχυνόμενο ρυθμό στο επιταγμένο από το στρατό πλέον νεκροτομείο, ενώ, σε μια κομβική σκηνή, ο Μάριο και η ομάδα του θα κληθούν να εκτελέσουν την νεκροψία σε ένα ιδιαίτερα εξέχον πτώμα, που δεν είναι άλλο απ’ αυτό του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Η μακάβρια οσμή του θανάτου διαχέεται από το νεκροτομείο σε ολόκληρο το φιλμικό σώμα, την θλιβερή μικροαστική ζωή του Μάριο, την νευρασθενική Νάνσι, το μίζερο Σαντιάγο με τα θαμπά, ξεβαμμένα χρώματά του, ακόμα και στους διαδηλωτές στο δρόμο, που μοιάζουν, έτσι ιδωμένοι από την σκοπιά των δυο πρωταγωνιστών, σαν μια συνάθροιση από ζόμπι που μόλις σηκωθήκαν απ’ τους τάφους τους. Καθώς ο ρους της Ιστορίας ξετυλίγεται ασταμάτητος, ο Μάριο βρίσκει την απολιτίκ ουδετερότητά του αρκετά προσήκουσα στις νέες περιστάσεις και επιδεικνύει αξιοπρόσεκτη προσαρμοστικότητα, η σχέση του όμως με τη Νάνσι δε φαίνεται να οδηγεί πουθενά, για να βρει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και αναπάντεχη κατάληξη, που προσδίδει μια σαφέστερη διάσταση στη σχέση μεταξύ προσωπικής και πολιτικής σφαίρας που μοιάζει να βρίσκεται στο θεματικό επίκεντρο της αφαιρετικής και αινιγματικής αυτής ταινίας.

Το “Post Mortem” αποτελεί ουσιαστικά το δεύτερο μέρος της τριλογίας του χιλιανού σκηνοθέτη Πάμπλο Λαραΐν γύρω από την κατάσταση στην πατρίδα του την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας. Το πρώτο ήταν το “Tony Manero”, με τον εξαίσιο πρωταγωνιστή του “Post mortem”  Αλφρέδο Κάστρο να υποδύεται εδώ έναν άνδρα εξίσου αμέτοχο στην πολιτική, ο οποίος είχε εμμονή με τον Τζον Τραβόλτα και το “Saturday Night Fever”. Το τρίτο είναι το “No”, υποψήφιο φέτος για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, με πρωταγωνιστή τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μπερνάλ, στο οποίο το δρόμο για την ανατροπή της χούντας δεν στρώνει η πολιτική δράση, αλλά μια χαζοχαρούμενη διαφημιστική καμπάνια. Είναι σαφές ότι ο Λαραΐν διαγιγνώσκει στην πατρίδα του μια βαθύτερη νοσηρότητα και επιχειρεί να υπερβεί τον καταγγελτικό λόγο συμπατριωτών του σκηνοθετών όπως ο Πατρίσιο Γκουσμάν, ο οποίος βρέθηκε πριν λίγες μέρες στην πόλη μας προσκεκλημένος του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ. Η χούντα στο έργο του Λαραΐν δεν αντιμετωπίζεται απλά σαν ένα εξωτερικά επιβεβλημένο καθεστώς, δεν αποτελεί μόνο μια ξενόφερτη πληγή, παρά συνιστά την πραγμάτωση μιας συναισθηματικής και επικοινωνιακής διάβρωσης που έχει επέλθει εκ των ένδον. Η ακραία λιτότητα, η ζωή χωρίς προοπτικές, ο μικροαστισμός με τα κίβδηλα όνειρά του, η εγγενής βία των ανθρώπινων σχέσεων δημιουργούν το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο οι φυσικοί δρώντες της Ιστορίας, δηλαδή οι λαοί και οι κοινωνικές τάξεις, ναρκώνονται σε βαθμό παράλυσης, οι κοινωνικές σχέσεις σταδιακά και ανεπαίσθητα απορρυθμίζονται, και ο πολιτικός εκφασισμός δεν μπορεί παρά να είναι η φυσική απόληξη. Είναι σαφές ότι η τριλογία του Λαραΐν υπερβαίνει  κατά πολύ την ιστορική αναδίφηση και αξιοποιεί την εμπειρία του παρελθόντος για να μας προσφέρει ένα άκρως επίκαιρο μάθημα. Απαραίτητος όρος για να το εισπράξει ο θεατής είναι να αντιμετωπίσει τις αφηγηματικές ελλείψεις και τους νεκρούς χρόνους της ταινίας σαν ένα παιχνίδι κενών τα οποία καλείται να συμπληρώσει μόνος του. Προαπαιτούμενο δεν είναι κάποια ιδιαίτερη γνώση  της χιλιανής ιστορίας ή της φιλμογραφίας του σκηνοθέτη, αλλά η ανθρώπινη ευαισθησία που πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε αποδέκτη πραγματικής Τέχνης.

****
Κριτική: Άγγελος Γιάννου, 5 Απριλίου 2013
http://videodrome-filmnoir.blogspot.gr/

Θέλω να υπάρχω




ΘΕΛΩ ΝΑ ΥΠΑΡΧΩ
Μισώ το λάκκο μου φθονώ την ακαμψία
την όμορφη νεκρώσιμη
ακολουθία
μισώ την ορατή μυθολογία. τους παπάδες
τη λεχτική τους αθανασία
τους χλοερούς τόπους ψαλτικής αναψύξεως
τρομαχτικά ψέματα
δεν εννοώ να πεθάνω δεν ταιριάζει σε μένα
θα σκίσω τα επιθανάτια σεντόνια
θαν τη δαγκώσω άγρια την άγνωστη νοσοκόμα
τους αμέριμνους γιατρούς
θα ουρλιάξω απόγνωση που δεν ερωτεύτηκε ποτές της
απόκριση
θ’ αναστατώσω το νοσοκομείο
πλην αν πεθάνω ξαφνικά μονάχος μου στο σπίτι
θες η καρδιά θες άχραντο επεισόδιο.
Να μην ξεχάσω όμως κι ας την εύχομαι ο έρμος
την άμυνα της αφασίας
όταν το σώμα μένει μόνο του φευγατίζοντας
την επικατάρατη συνείδηση.
Θρίαμβος ανωριμότητας που με κατατρύχει!

Νίκος Καρούζος

Πηγή: http://poihshkaipoihtes.blogspot.gr/2012/02/blog-post_1317.html